- επιτελείωσις
- ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) [επιτελειώ]1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.)2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.)3. τέλεια, ύψιστη μορφή.
Dictionary of Greek. 2013.